- αύος
- αὖος, -η, -ον και αὗος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου4. διψασμένος5. εμβρόντητος, κατάπληκτος6. απένταρος, αχρήματος7. φρ. «αὖον ἀϋτεῑν» ή «...αὔεινβγάζω ξερό ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι αὗος (αττικός) και αὖος (ήδη ομηρικός) ανάγονται στο ινδοευρ. *sausos «ξηρός» > *hauhos > *auhos (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού h-) > *hauos (με πρόληψη της δασύτητας στην αρχή της λ.) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Κατ' άλλη άποψη, *sausos > *hauhos > *hauos (με σίγηση του -h- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Ο ελληνικός τ. αντιστοιχεί προς τα λιθ. saῡsos, αρχ. σλαβ. suchŭ, αγγλοσαξον. sēar, μσν. γερμ. sōr (τύποι που φέρουν τη σημασία «ξηρός» και επίσης ανάγονται σε ινδοευρ. *saũsos).ΠΑΡ. αρχ. αὐαίνω και αὑαίνω, αυονή, αυότης.
Dictionary of Greek. 2013.